- αμμωνιούχος
- -οαυτός που περιέχει αμμωνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμμωνία + -ουχος < έχω, πρβλ. αγγλ. ammoniacal].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμμωνία — Ένωση του αζώτου με το υδρογόνο, με τύπο ΝΗ3. Στην ελεύθερη κατάσταση είναι αέριο άχρωμο με οσμή έντονα ερεθιστική και αποπνικτική, πυκνότητα 0,597 (αέρας = 1), κρίσιμης θερμοκρασίας 130°C, κρίσιμης πίεσης 114 ατμ. Μπορεί να υγροποιηθεί σχετικά… … Dictionary of Greek